- κάτευγμα
- κάτευγμα, ατος, τό, always in pl.,A vows, A.Ch.218, Eu.1021.2 imprecations, curses, Id.Th.709, E.Hipp.1170.II symbols of prayer, S.OT920.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάτευγμα — κάτευγμα, τὸ (Α) [κατεύχομαι] (μόνο στον πληθ.) τὰ κατεύγματα α) οι ευχές, τα ταξίματα («καὶ πρὸς τὶ δῆτα τυγχάνω κατευγμάτων;», Αισχύλ.) β) οι αρές, οι κατάρες γ) αναθήματα, αφιερώματα, σύμβολα ικεσίας … Dictionary of Greek
κάτευγμα — vows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευγμάτων — κάτευγμα vows neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεύγμασι — κάτευγμα vows neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεύγμασιν — κάτευγμα vows neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεύγματα — κάτευγμα vows neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)